Ενισχυμένη εκδοχή του δουλεύω κάποιον, που τίθεται και ερωτηματικά ως: με δουλεύεις;

Το λέμε όταν είναι εξαιρετικά προφανές ότι κάποιος μας δουλεύει, δηλαδή ότι κάτι το λέει ειρωνικά. Και εννοούμε ότι όχι μόνο μας δουλεύει χοντρικά, αλλά κάνει και λεπτοδουλειά, λεπτεπίλεπτη επεξεργασία. Πρόκειται βέβαια για μπαμπαδίστικο χιούμορ.

Σύγκρινε: δουλεύω (τινά) ψιλό γαζί.

- Μπράβο Khan, σου αξίζει Kavli Prize μεγαλύτερης σλανγκαρχιδιάς!

- Τώρα με δουλεύεις ή με επεξεργάζεσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία