1. Η κατάποση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ, το μπεκρούλιασμα.

  2. Ο πιωμένος. Δεν είναι ακριβώς συνώνυμο των λέξεων μπέκρα και αλκόλα, καθότι δεν δηλώνει πάντα μόνιμη κατάσταση.

  1. - Πού είναι ο Στέλιος;
    - Καλεσμένος σε μπάτσελορ πάρτυ.
    - Κατάλαβα, πάλι πιώματα θα έχουμε απόψε, τη βλέπω τη δουλειά...

  2. Ρε το πιώμα, ρε πού πας να περπατήσεις μες τη μέση της εθνικής ρε μαλάκα, σύνελθε κι έλα μαζί μου, ρε! (χικ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κάπνισμα χασίς ή μαριχουάνας. Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το ίδιο το αντικείμενο, δηλαδή το τσιγάρο ή την ενεργό ουσία.

-Έλα τι λέει, να ρθω για πιώμα;

-Άμα θες πιώμα, φέρε το πιώμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε