1. Η γρήγορη και πολλές φορές τσαπατσούλικη διεκπεραίωση μίας δραστηριότητας.

2. Η πρόχειρη ή και ατημέλητη αμφίεση σε μία έξοδο, που εξασφαλίζει όμως την ταχύτατη προετοιμασία του εν λόγω ατόμου για την έξοδο αυτή.

1. Αμάν ρε μαλάκα! Μου εγκατέστησες την κάρτα γραφικών με τη παντόφλα και τώρα παρουσίασε πρόβλημα!

2. Ρε δε προλαβαίνω να κάνω μπάνιο και τα πουκάμισά μου είναι για πλύσιμο. Θα έρθω με τη παντόφλα, δε πειράζει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ντυμένη πρόχειρα, δηλ. ουσιαστικά μη εμφανίσιμη. Ένδειξη άνεσης, αδιαφορίας, γκαουσύνης ή καρκατσουλοσύνης.

Με την παντόφλα πάμε στην έβγα της γειτονιάς μας ή στο περίπτερο, δηλαδή πεταγόμαστε στο άψε-σβήσε, άρα δεν χρειάζεται να ντυθούμε με κάτι παραπάνω απ' ότι φοράμε μέσα στο σπίτι.

Με την παντόφλα την βγάζουμε στο σπίτι, επειδή θέλουμε να νιώθουμε άνετα.

Με την παντόφλα δεν θα βγούμε ποτέ για να πάμε για καφέ, ή για ψώνια, ή, εννοείται στη δουλειά, ή σε κανα γάμο (αν και θα είχε πλάκα, τεσπα).

Το λέμε κυρίως για γυναίκες και λιγότερο για τους άντρες, παρόλο που και αυτοί φοράνε παντόφλες. Ίσως επειδή υπάρχει και ο χαρακτηρισμός παντόφλα για μια γυναίκα (βλ. και ρόμπα). Για τους άντρες πιθανόν να έστεκε το «με το φανελάκι» από την διαφήμιση («Και ο παππούς με το φανελάκι;!»), αλλά δεν έπαιξε τελικά κάτι τέτοιο.

Κάτι αμυδρώς αντίστοιχο έχει η έκφραση με την τσίμπλα στο μάτι, δηλαδή απροετοίμαστος, αγουροξυπνημένος, πριν καλά καλά πλυθεί το πρόσωπο μετά τον ύπνο.

  1. - Έλα, πάμε να φύγουμε, τελείωνε!
    - Κάτσε ρε να ντυθώ, δεν μπορώ να βγω με την παντόφλα ρε συ!

  2. - Τι ρούχα να πάρω μαζί μου δηλαδή;
    - Τίποτε καλό, δεν είναι Μύκονος εδώ, είναι άνετη φάση, στυλ με την παντόφλα κιέτσ'...

  3. - Πάω να πάρω τσιγάρα...
    - Έτσι θα βγεις, με την παντόφλα;
    - Ε ναι, χαλαρά, στ' αρχίδια μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε