Κεφαλαιώδης νεοελληνική έκφραση που δηλώνει τον έξυπνο, τον άνθρωπο τον μπασμένο μέσα στα κόλπα / πράγματα, της πιάτσας, τον έμπειρο, τον μεμυημένο, τον καπάτσο, τον μάγκα, τον καραμπουζουκλή, τον ανοιχτομάτη που' χει μάτια και στον κώλο, τον αητό κ.α.

Εκ του έξυπνος (ιδιωμ. «ξυπνητός» / «ξυπνός», βλ. και «Κολλίγα γιός» Λ. Κηλαηδόνη «Μικροαστικά»).

Σε πιο αργκοτική έκφανση ταυτίζεται με το «πονηρός» (βλ. ειρωνικά-επιθετικά: «Δεν την είδες την ουρά στο ταμείο και την πηδάς; Τί είσαι εσύ; Είσαι πονηρός εσύ;» κλπ).

Αντίθετα: Κοιμισμένος (βλ. και αγγλ. εξ αμάξης «you dozy bollocks»!), κορόιδο (<κουρό-γιδο), βόδι, μοσχάρι, βουβάλι της Καρχηδόνας, χαζοπούλι, κουτομόγιας, κουτορνίθι, μουλάρι του πυροβολικού και εν γένει χαϊβάνι = ζώον, μαλάκας, αγαθοκλής, χαζοβιόλης κ.α.

Άλλωστε, σε πολλούς ευρωπαϊκούς (τουλάχιστον) πολιτισμούς, απαντάται η περιπαιχτική έκφραση «Ξύπνα!» π.χ. γερμαν. Wach auf! / Schlaf gut! = καλόν ύπνο, ιταλ. Sveglio = ξύπνιος κλπ.

Από τη σκοπιά των ιεχωβάδων φυσικά, ξύπνιος είναι αυτός που πιστεύει στις δικές τους μαλακίες (και όχι στις άλλες)...

Η έκφραση «μη μας κάνεις τον ξύπνιο» ενός ατόμου προς άλλο, όπου το «μας» σηματοδοτεί τον άκοπο ομφάλιο λώρο με την κοινότητα εις βάρος (;) της (δυτικού τύπου) ατομικότητας (βλ. σχόλια Στράβωνος, Χάν, Τζονμπλάκ κ.λπ. στο λήμμα άλλος), θέτει στην ουσία σε δοκιμασία την καπατσοσύνη του αντισυμβαλλομένου, την οποία ο τελευταίος καλείται να αποδείξει, ώστε να μην κατέλθει κλοτσηδόν την κοινωνική κλίμακα.

Εδώ, στη νεοελληνική κοινωνία και γλώσσα, υφίστανται κάποιες εννοιολογικές συγχύσεις: ποιος είναι ο ξύπνιος, ποιος είναι το κορόιδο, ποιος ο πονηρός, ποιος κουτοπόνηρος και εν τέλει σε τί συνίσταται η ευφυΐα.

Π.χ.

  • Ο νέοπας φαντάρος είναι κορόιδο όταν εκτελεί ευσυνείδητα κι αγόγγυστα την υπηρεσία του (καίτοι εν γνώσει του, έχει φορτωθεί τη δουλειά πολλών);
  • Είναι ξύπνιος ο φοροφυγάς; (βλ. αταβιστική δυσπιστία προς το ληστρικό ελληνικό Κράτος και επικρότηση πρακτικής Νταβέλ των Δασών-δημοκρατικό έλλειμμα κοινωνίας των πολιτών/«civil society» κλπ)
  • Ο βλάχος είναι πάντοτε κουτοπόνηρος, μόνον εκ της ιδιότητάς του;
  • Είναι καπάτσοι οι Κρήτες, που κουσουμάρουν ακόμα κουμπούρια κατά βούληση, όταν οι λοιποί νεοέλληνες έχουν αφοπλισθεί από αιώνος;
  • Ο πονηρός είναι πανούργος; Πότε είναι ταυτόχρονα και έξυπνος και πότε κουτός;
  • Ο Οδυσσέας έπαιξε πουστιά στο Διομήδη και στους Τρώες;
  • Ο διπλωματικός χειρισμός είναι πονηρία ψυχής; (βυζαντινισμός)
  • Είναι κακό να κάνεις τον ψόφιο κοριό για να μη σε φάει η αρκούδα, που δεν γουστάρει πτώματα και θέλει να σκοτώνει ζωντανό το θήραμά της;
  • Η χρησιμοποίηση βύσματος είναι εξυπνάδα, σε περίπτωση που κάποιος ιδανικός κι ανάξιος μνηστήρ (διαθέτει-δεν διαθέτει τυπικά και ουσιαστικά προσόντα) πολιορκεί μια πολύφερνη και λογοδοσμένη θέση;
  • Γουστάρουμε σα χάχες «αλάνια» πολιτικούς στην Ελλάδα, ή το χάος ωφελεί μόνον αυτόν που το δημιουργεί;

Δεν διαθέτω απάντηση.

Αν ξεκινήσουμε αντιστρέφοντας τη ρήση του Φόρεστ Γκαμπ, θέτοντας την ταυτολογική πρόταση «ξύπνιος είναι αυτός που πράττει έξυπνα», δεν διαπράττουμε το λογικό σφάλμα λήψεως του ζητουμένου, αφού έχουμε γνώμονα την λέξη «πράξη», δηλ. κριτήριο αποτελεσματικότητας αντικειμένου δεκτικού στις αισθήσεις. Ο Ντενίρο λέει κάπου ότι «η εξυπνάδα έγκειται στις επιλογές». Βέβαια, αυτό είναι συνήθως απότοκο διδακτής παιδείας, αφού η ιεράρχηση στόχων-επιλογών και η πειθαρχία σ’ αυτά, που αποδίδεται με τον μονολεκτικό εγγλέζικο όρο «deferment» (απέχω ψύχραιμα από το άμεσο, επιδιώκοντας μακροπρόθεσμο όφελος), είναι ίδιον των ανθρώπων εξουσίας.

Οι μάγκες λέγανε τηλεγραφικώς «κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι». Η μάγκικη έκφραση «σπάμε ή τσουλάμε για έξυπνα» ή «πάμε για τ’ άσπρα βότσαλα», παραπέμπει υπεραναπληρωματικά στον αλήτη βίο ως «εξυπνάδα» (αμερικ. street smart) σε αντίθεση με τα «κοροϊδίστικα», αφού δεν είχαν κι άλλη διέξοδο...

Ο κατ’ επάγγελμα αυνανιζόμενος ηδονιστής είναι το ύστατο δοχείο απανταχού κοινωνικής απαξίας (βλ. μαλάκας, ιταλ. stronzo / testa di minchia / cinque contra uno = πέντε εναντίον ενός, ισπαν. pajero / cascapollas / jilipollas / todos al calvo = επίθεση στον καραφλό κλπ, βρεταν. wanker / tosser κλπ, γερμαν. Wichser, γαλ. con / conne-con(n)ard κλπ, τουρκ. salak / otuzbirci, αραβ. manuk, ρωσ. dalbayob κλπ.

Ο μονίμως ημικαθεύδων οπιομανής Θεριακλής του Θεάτρου Σκιών ήταν μια καταγέλαστη φιγούρα, καίτοι οι Οθωμανοί την πίνανε (βλ. Η. Πετρόπουλου «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης»).

Η παρατεταμένη έκσταση, εκθάμβωση (stupid < stupor = νάρκη / βυθιότητα – stupefactive αγγλ. και stupefacenti ιταλ. = ναρκωτικά), θεωρείται από μακρού αποβλάκωση (εν πολλοίς), μόλις διαβεί ο παραξενεμένος κοινωνός, το κατώφλι του ρεμβασμού και περάσει στα ενδότερα.

Παρ’ όλα αυτά, οι ρομαντικοί δεν δύνανται να θέσουν όρια στους ορίζοντές τους και υποκύπτουν (εν αγνοία τους;) στα προκαθορισμένα τέτοια των ουσιών, νομίζοντας ότι τους διευρύνουν (λογικό σφάλμα, αφού δεν μπορεί να «διευρυνθεί» το μήπω ορισμένο). [σ.σ.ο. μήπω (=όχι ακόμα)]

Σε κάθε περίπτωση, υφίσταται λαϊκός, πρακτικότατος και περιεκτικότατος μπούσουλας επιλογής έξεων: οι «καλές» έξεις (που αναπτύσσουν την προσωπικότητα) δύσκολα κατακτώνται με προσπάθεια και εύκολα αποβάλλονται (ας δοκιμάσει κάποιος π.χ. να παίξει πιάνο μετά από 10 χρόνια διακοπής), ενώ οι «κακές» έξεις (που σε καθιστούν στάσιμο) εύκολα προσλαμβάνονται από τον καθένα χωρίς κόπο και δύσκολα ξεπερνιούνται.

Ο ευφυής εξαρτημένος από επικίνδυνη έξη όμως, αδυνατεί να καταλάβει τη στασιμότητά του, αφού βολεύεται με την σπειροειδή ομφαλοσκόπηση διαφορετικών φασμάτων της ίδιας του της ευφυίας (αντλεί απ’ τα άντερά του που λέμε), νομίζοντας ότι κάθε φορά βλέπει κάτι καινούριο, δικαιώνοντας την παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται».

Προκρίνεται λοιπόν αναγκαστικά και ιν-ντετερμινιστικά, ως ιδανική κοινωνική συμπεριφορά η πνευματική εγρήγορση, εκ του αποτελέσματος κρινόμενη. Ποια εγρήγορση όμως; Η ανακλαστική – ενστικτωδώς αυτοσυντηρητική ή η διανοητική γονιμότητα; Ο συνδυασμός των δυο προδίδει ιδιοφυΐα. Η πρώτη προκύπτει από ατόφια ανάγκη, η δεύτερη είναι η πορδή της ανάγκης (πολυτέλεια).

Κακά τα ψέματα, θνητοί είμαστε και το επείγον δεν αφήνει συνήθως πολλά-πολλά περιθώρια στο σημαντικό. Έξυπνος θεωρείται αυτός που δρα «με το μέσα μυαλό», κάνοντας ορθές κι υπολογισμένες επιλογές σε βάθος χρόνου, λαμβάνοντας αποφάσεις έγκαιρα κι έγκυρα. Εξ άλλου, η ευφυΐα είναι υπερεκτιμημένο προσόν και δεν πρέπει να ταυτίζεται με την εξυπνάδα / «εξυπνοσύνη», διότι αφ’ ενός δεν σημαίνει τίποτε από μόνη της (π.χ. ένας ευφυής άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και τεμπέλης, συναισθηματικά εύθραυστος, άπειρος, κομπλεξικός, μοχθηρός, δειλός κλπ, ενώ ένας μετρίου διανοητικού βεληνεκούς, μπορεί να πετύχει θαύματα με σκληρή δουλειά, πειθαρχία, αφοσίωση κ.λπ.), αφ’ ετέρου είναι ένα θείο δώρο, για το οποίο ο κατέχων πρέπει να καταβάλει έξτρα προσπάθεια ώστε να το καλλιεργήσει, για να μην γυρίσει μπούμερανγκ καταπάνω του (π.χ. είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθεί ένας ευφυής άνθρωπος ότι σφάλλει, κι έτσι μένει αβοήθητος).
Το παραμυθάκι με τον λαγό και τη χελώνα είναι διδακτικότατο.

Η εξυπνάδα, θέλει τριβή με την πραγματικότητα. Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Ένας ευφυέστατος (πλην κόπρος) φοιτητής δεν μπορεί (με εμπορικούς όρους) να ξεκολλήσει ούτε ένα ευρώ από την έσχατη θείτσα.

Κι όμως, οι ψημένοι άνθρωποι της πιάτσας, φάγανε το πικραμύγδαλο του Χρηματιστηρίου σαν κοινότατα κορόιδα...

(Ειρωνικά)
- Ρε συ, παντρεύεσαι μια αλλοδαπή που θα σου πω, να κονομήσεις κι εσύ τρία χιλιάρικα και να πάρει κι αυτή άδεια παραμονής;
- Ξύπνιος είσαι! Να τραβιέμαι εγώ μετά με διαζύγια και δικηγόρους και να δίνω τα διπλά, χώρια που δε θα μπορώ να παντρευτώ για κανα-δυο χρόνια! Αμ’ δε σφάξανε!

(Κυριολεκτικά)
Ο κυρ-Μήτσος ήτανε ξύπνιος άνθρωπος. Μια ζωή στη φτώχεια, κέρδισε το λαχείο κι επένδυσε τα χρήματα στο εμπόριο, αντί να τα φάει. Αγόρασε γωνιακό κεντρικό μαγαζί στα Χαυτεία, τότε που τα δίνανε κοψοχρονιά, δούλεψε σα σκύλος και τώρα έχει κάνει περιουσία. Ούτε ξέρει τί έχει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία