Χαρακτηριστικός τύπος αλωπεκίας, που εμφανίζεται στο πίσω μέρος προς την κορυφή του κεφαλιού, της οποίας το σχήμα και το μέγεθος θυμίζει το γνωστό έδεσμα.

Οι κρίσιμες ηλικίες για την εμφάνισή της είναι αυτές μεταξύ των τριάντα και των πενήντα. Συναντάται αποκλειστικά σε άντρες, οι οποίοι ως γνωστών συνηθίζουν να αφήνουν καράφλα, ενώ έχει ύπουλη δράση καθώς δεν είναι εύκολα ορατή από τον κάτοχό της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ακόμα διατηρεί αγέρωχη την κόμη του.

Συνήθως παρουσιάζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας μιας αυτοκρατορικής καράφλας (δηλ. τ. Θανάση Βέγγου), υπάρχουν όμως πάμπολλες περιπτώσεις όπου η επιφάνειά της δεν μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Όπως και να 'χει πάντως δείχνει πάντα πιο ισχνή και είναι σίγουρα υποδεέστερη από οποιονδήποτε άλλο τύπο καράφλας.

Σημείωση: η καράφλα του μπιφτέκα δεν μοιάζει απαραίτητα με αυτή του λήμματος.

- Μα είδες ο άτιμος μαλλί που το 'χει;!
- Ποιος πέθανε; Δεν τον έχεις δει καλά μου φαίνεται! Για φέρ' τον μια βόλτα και θα καταλάβεις...
- Λες ε;
- Παιδί μου, έχει ένα μπιφτέκι να! μετά συγχωρήσεως.

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 11/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eπίσης, τα χάπια τύπου Ecstasy.

Από το medicum.gr:

«Ε», κουμπί, μπίου, μπιφτέκι ή..., όπως το ξέρουν οι περισσότεροι το γνωστό παραισθησιογόνο Ecstasy.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο φούσκος, η μπουνιά, το δυνατό κτύπημα, κυρίως στο πρόσωπο. Πολλές φορές αναφέρεται και ως «μπιφτεκιά», ή «μπιφτέκα».

  1. Θα σου ρίξω κανα μπιφτέκι, παράτα με!

  2. Πω, ρε μαλάκα, τι μπιφτέκι τού'ριξε;

  3. Του είπε «α γαμήσου» και του ρίχνει ο Μήτσος μια μπιφτέκα, τον ξέρανε σου λέω.

Διπλό Μπιφτέκι (από panos1962, 28/10/09)ΤΟ Μπιφτέκι! (από panos1962, 28/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης η κόμμωση η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις τάσεις της μόδας τελευταία, όπου οι κοπέλες ξύνουν το μαλλί μέχρι να ικετεύσει για έλεος, με αποτέλεσμα ένα φουσκωτό πράγμα σαν μπιφτέκι στο κεφάλι τους...

- Τσέκαρε την μπιφτεκομαλλού...
- Η κέτσαπ λείπει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αφελής, συνώνυμο του χαλβά.

- Έλα ρε μπιφτέκι και εσύ το βράδυ να πιούμε καμιά καφεδιά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στρατιωτική ορολογία, η καθυστέρηση της αλλαγής εν ώρα υπηρεσίας και γενικότερα το «χώσιμο» από άλλο φαντάρο. Το μπιφτέκι είναι μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των σειρών μεταξύ των φαντάρων.

- Πάλι μπιφτέκι κέρασε ο 299, που μας το παίζει και λέουρας το πατόψαρο. Αντί για 3 ήρθε 3 και 20, αλλά θα τον φτιάξω εγώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία