Η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός, όπως την αποκαλούν όσοι σνομπάρουν το επάγγελμα, τους μετανάστες, τις κοντές γυναίκες, τους ευγενικούς, χαμογελαστούς, χαλαρούς και χαμηλών τόνων ανθρώπων, τα πάντα όσα δεν είναι σαν αυτούς (/-ές).

Βλ. και πάκι (2), πακίνι, αλβανό / αλβανά...

Ντισκλέιμερ περιττό, ελπίζω.

Εμ βέβαια, χρυσή μου, πώς να μάθει το παιδί σου σωστά ελληνικά με την Φιλίππα που του έχεις για νταντά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία