Σεξουαλική στάση κατά την οποία ο εραστής είναι όρθιος, η/ο ερωμένη/ος είναι ανάποδα, με το κεφάλι κάτω, τα πόδια ψηλά και ανοιχτά, οι αγκώνες της ακουμπούν στο πάτωμα και ρυθμίζει το ύψος του κορμού της ώστε να διευκολύνει την διείσδυση. Ο εραστής κρατάει τα πόδια της. Με λίγη φαντασία, το σύμπλεγμα θυμίζει να παίρνεις στα χέρια σου καροτσάκι.

Πάσα: Αυτοχτό.

  1. Στα τέσσερα, καροτσάκι: δυναμικές κινήσεις του άντρα (women only).

  2. χαχαχαχαχαχαχαχα καλε αυτη η σταση καροτσακι πολυ δυσκολη !πως να το κανω ετσι με το κεφαλι προς τα κατω σα νυχτεριδα χαχαχαχαχαχα (Εδώ).

βλ. και τρενάκι / τραινάκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.

Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.

Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.

  1. - Αργήσατε...
    - Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...

  2. - Γρήγορα ήρθατε!
    - Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.

  3. - Τι λέει ο νέος διευθυντής;
    - Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία