Λέξη από τον κόσμο των κατεβαστηρίων. Οι κατεβαστηρίοντες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: του σήντερς (seeders) και τους λίτσερς (leech).

Οι μεν πρώτοι, ενώ οι δεύτεροι.

Οπότε, σηντάρω πα να πει παρέχω δεδομένα, είμαι καλό παιδί και κουλ τύπος, ενώ το λιτσάρω, κατ' αντιστοιχίαν πα να πει ότι μόνο κατεβάζω, άρα είμαι παρτάκιας και ίσως και πανί αν το κάνω συστηματικά. Το λιτσάρω χρησιμοποιείται και με την γενικότερη έννοια του καβατζώνω, και όχι μόνο δεδόμενα.

  1. - Πρέπει να το αφήσω να σηντάρει λίγο, γιατί έχει πέσει το ρέησιο και δεν παίρνω πραϊόριτυ ούτε με ευχέλαιο.
    - Στη μάνα σου το είπες;;

  2. Πάλι τέλειωσε η ζάχαρη ρε πούστη, έχω γαμηθεί να λιτσάρω απ' τον γείτονα...

Βλ. και σιντάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία