Το λήμμα σόπι οδηγεί εδώ.

Ἕνα μπερντάχι ξῦλο.

Δὲν ἀποτελεῖ κλασσικὸ ξυλοδαρμό, ἁπλῶς βρέξιμο.

Ἔκφρασι παλαιᾶς κοπῆς, ποὺ λεγόταν πάντα μὲ νόημα καὶ μὲ πονηρὴ ἔκφρασι στὸ μάτι, γιὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι ὁ σύζυγος «θὰ τὶς φάῃ» ἀπὸ τὴ σύζυγο ἢ κάτι παρόμοιο, χωρὶς πραγματικὴ βιαιοπραγία.

*Asist: ironick από ΔΠ*

(Ὁ Ζαχαρίας βλέπει κρυφὰ τὰ μπούτια τῆς κυρίας στὸ λεωφορεῖο).
- Δὲ θὰ φτάσουμε σπίτι βρὲ σαρδανάπαλε; Θὰ πέσῃ σοπάκι, νὰ τὸ φχαριστηθῇς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία