Απρόσωπη έκφραση που απαντάται στο 3ο πρόσωπο ενικού. Αναφέρεται σε καιρικά φαινόμενα (κυρίως θερμοκρασίες) αντί του «κάνει...» (π.χ. «κάνει ζέστη»).

Το ρήμα «βάζω» συνδέεται με εκφράσεις όπως «βάζω κλιματιστικό, βάζω μουσική, βάζω ALTER» κλπ και προκαλεί το παροιμιακό συνειρμό ενός καλού ασπρομάλλη γεράκου (του μπαρμπα-Καιρού ας πούμε), που πατάει το κουμπί σε ένα μηχάνημα για να «βάλει κρύο» και να αλλάξει τον καιρό.

Πωωωω τί κρύο έβαλε ξαφνικά; Δάγκωσα το καβλί μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία