Ρήμα που προέρχεται από τη λέξη ματσούκι, που σημαίνει ξύλο. Ματσουκώνω κοινώς σημαίνει δέρνω, παίζω ξύλο.
Θα σε ματουκώσω.
Ματσουκωθήκανε άσχημα.
Ρήμα που προέρχεται από τη λέξη ματσούκι, που σημαίνει ξύλο. Ματσουκώνω κοινώς σημαίνει δέρνω, παίζω ξύλο.
Θα σε ματουκώσω.
Ματσουκωθήκανε άσχημα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!