Σημαίνει το έσχατο σημείο κατάντιας. Προφανώς ο όρος προέρχεται από το κυριολεκτικό πιάνω πάτο, που σημαίνει ότι έχω φτάσει τόσο βαθιά που έπιασα πάτο. Οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση του όρου είναι κατάφωρος πλατειασμός. Η έκφραση, προφανώς, απαντά σε όλα τα πρόσωπα και σε όλους τους χρόνους: έπιασε πάτο, πιάσαμε πάτο, θα πιάσει πάτο κλπ.

  1. - Είδα το Τζόρτζη και δεν τον γνώρισα. Χάλια ήταν. Ξέρεις τίποτα;
    - Άσ' τον το καημένο. Έχει πιάσει πάτο. Είχε τα προβλήματά του, τον απέλυσαν κιόλας, γάμησέ τα!

  2. - Δεν σε βλέπω και πολύ στα καλά σου, ρε μεγάλε. Τρέχει κάτι;
    - Τι να τρέχει, ρε συ; Είχα τις μαλακίες με τη δουλειά, αρρώστησε κι η μάνα μου. Ασ' τα, έπιασα πάτο.

Πιάνω πάτο (από panos1962, 08/11/09)Προσπαθεί να πιάσει τον Pato της Μίλαν (από allivegp, 08/11/09)Έπιασα πάτο! (από panos1962, 08/11/09)Έπιασα πάτο 3D! (από panos1962, 08/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία