Σημαίνει το έσχατο σημείο κατάντιας. Προφανώς ο όρος προέρχεται από το κυριολεκτικό πιάνω πάτο, που σημαίνει ότι έχω φτάσει τόσο βαθιά που έπιασα πάτο. Οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση του όρου είναι κατάφωρος πλατειασμός. Η έκφραση, προφανώς, απαντά σε όλα τα πρόσωπα και σε όλους τους χρόνους: έπιασε πάτο, πιάσαμε πάτο, θα πιάσει πάτο κλπ.
- Είδα το Τζόρτζη και δεν τον γνώρισα. Χάλια ήταν. Ξέρεις τίποτα;
- Άσ' τον το καημένο. Έχει πιάσει πάτο. Είχε τα προβλήματά του, τον απέλυσαν κιόλας, γάμησέ τα!- Δεν σε βλέπω και πολύ στα καλά σου, ρε μεγάλε. Τρέχει κάτι;
- Τι να τρέχει, ρε συ; Είχα τις μαλακίες με τη δουλειά, αρρώστησε κι η μάνα μου. Ασ' τα, έπιασα πάτο.