Το σουρεαλιστικό, το παράξενο, το bizarre. Λέγεται και για πρόσωπα, αλλά πιο συχνά χαρακτηρίζει αλλόκοτες ή περίεργες καταστάσεις.

  1. Πήγα στο ΙΚΑ και τα 'παιξα. Μου είπαν ότι για να πάρω αριθμό μητρώου ΙΚΑ θέλουν τον αριθμό μητρώου ΙΚΑ. Καλά, μιλάμε για σουρεάλ κατάσταση. Ό,τι να 'ναι!

  2. Πολύ σουρεάλ ο τύπος. Στη δουλειά του έχει Windows, στο σπίτι δουλεύει Linux και χθες ανακάλυψα ότι μετέχει ενεργά στο Open Solaris.

  3. Η Γεωργία με κάλεσε χθες για φάμε μαζί, και το βράδυ ήθελε να μου κάνει σιάτσου. Μιλάμε, το άτομο είναι σουρεάλ.

βλ. και τιραμισουρεαλισμός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία