Μυθικά πλάσματα μαύρα, τριχωτά με γουρλωτά μάτια που βρωμούν και κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια. Μοιάζουν με τα σκανδιναβικά τρολ και είναι συναφή με τα καλικατζαράκια που φεύγουνε τα Φώτα με τους αγιασμούς, αλλά τα συγκεκριμένα φαίνεται ότι μπορούν να στοιχειώνουν τα σπίτια όλες τις μέρες του χρόνου.

Αντιπροσωπεύουν την γκαντεμιά, την γλωσσοφαγιά, την καντήφλα, την αρνητική ενέργεια που έχει πέσει σε ένα σπίτι. Πώς είναι το κακό το μάτι για ανθρώπους; Το ίδιο για σπίτια.

Η λέξη συναντάται κυρίως ως μέρος της φράσης «λιβανίζω να φύγουν τα κατσιμπουχέρια» που 'λεγε η σχωρεμένη η γιαγιάκα μου από την Ηλjεία με ένα λιβανιστήρι στο χέρι πέρα δώθε (κάθε τρεις και λίγο). Το λιβάνισμα λέει καθαρίζει την ατμόσφαιρα από το κακό και φεύγουν τα κατσιμπουχέρια. Δεν έχω ακούσει την λέξη στον ενικό, μάλλον πάνε πολλά μαζί αυτά.

-Χριστέ και Παναγία, τί σκατά βρωμάει έτσι πάλι πρωί πρωί ρε πούστη μου; Λιβάνι; Ρε γιαγιά!!!
-Τί παιδάκι μου;
-Τί έπιασες πάλι με τα λιβάνια, γαμώτο.
-Μη βρίζεις παιδάκι μου, λιβανίζω να φύγουν τα κατσιμπουχέρια...
-Α ρε γιαγιά πάλι, α ρε γιαγιά, θα βγω με την Έλενα και θα μυρίζω σα μνήμα, α ρε γιαγιά, α ρε γιαγιά... (σ.ς. αγαπάμε γιαγιά και δεν ρίχνουμε καντήλια).

Μετά το λιβάνι. (από Galadriel, 12/11/09)

Σχετικό: λυκούτσαρδοι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία