Κυριολεκτικά, η κλασσική γλώσσα που ομιλείται στην Περσία. Λέγεται και παρσί (περσικά). Κάποτε ήταν επίσημη γλώσσα σε πολλές περιοχές της Ασίας γειτονικές του Ιράν και εχρησιμοποιείτο από τους λόγιους.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δώσει την έννοια της άπταιστης γνώσης μιας ξένης γλώσσας ή άλλη γνωστικού αντικειμένου.
«Μιλάει φαρσί τα γαλλικά» (μιλάει πολύ καλά).
«Την ιστορία την έμαθε φαρσί» (την έμαθε πολύ καλά).