Βουλώνω ή το βουλώνω: βγάζω τον σκασμό, βουλώνω / κλείνω το στόμα μου, δεν μιλάω, δεν βγάζω άχνα, τσιμουδιά, δεν λέω κιχ.

Παραλλαγαί: βούλω το, βούλωσ' το στόμα σου, βρωμάει πουτσίλα

  1. (τρεις το πρωί, καλοκαιρινές διακοπές σε νοικιαζόμενα, ένας γείτονας φωνάζει στους διπλανούς:)
    - Βουλώστε ρεεε! Θα φωνάξω την αστυνομία!

  2. - Βούλωσέ το ρε πούστη μου επιτέλους, μιλάω!

φερμουάρ ρε! (από nick, 02/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία