Βουλώνω ή το βουλώνω: βγάζω τον σκασμό, βουλώνω / κλείνω το στόμα μου, δεν μιλάω, δεν βγάζω άχνα, τσιμουδιά, δεν λέω κιχ.
Παραλλαγαί: βούλω το, βούλωσ' το στόμα σου, βρωμάει πουτσίλα
(τρεις το πρωί, καλοκαιρινές διακοπές σε νοικιαζόμενα, ένας γείτονας φωνάζει στους διπλανούς:)
- Βουλώστε ρεεε! Θα φωνάξω την αστυνομία!- Βούλωσέ το ρε πούστη μου επιτέλους, μιλάω!