«Γαμοσπέρνει», μια λέξη η οποία δηλώνει ότι κάτι είναι και πολύ γαμάουα ή μάλλον κάτι παραπάνω από γαμάουα, δηλαδή κάτι που γαμάει και σπέρνει συγχρόνως.
— Πωω δικέ μου, άκου κομματάρα.
— Καλά μιλάμε το κομμάτι δεν γαμάει απλά, γαμοσπέρνει.
«Γαμοσπέρνει», μια λέξη η οποία δηλώνει ότι κάτι είναι και πολύ γαμάουα ή μάλλον κάτι παραπάνω από γαμάουα, δηλαδή κάτι που γαμάει και σπέρνει συγχρόνως.
— Πωω δικέ μου, άκου κομματάρα.
— Καλά μιλάμε το κομμάτι δεν γαμάει απλά, γαμοσπέρνει.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!