Κατά το Βικιλεξικό, είναι:

  1. η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνεις και δεν ασχολείσαι με τίποτα, καθισιό
  2. η τεμπελιά
  3. η κατάσταση άνετης διαβίωσης

Έχω να προσθέσω το εξής:

Η κατάληξη -λίκι, προσδίδει μια χαριτωμενιά στη λέξη (καθότι το αραλίκι είναι μια σαφώς λάιτ πράξη), αλλά κυρίως μια μαγκιά -αλλιώς θα λέγαμε νέτα σκέτα «άραγμα».

Πρόκειται λοιπόν για το άραγμα που εμπεριέχει την απαξιωτική ή την θριαμβευτική στάση αυτού που έχει τη δυνατότητα να το κάνει, απέναντι σε αυτόν που δεν την έχει.

Συγγενή λήμματα:
καναπές, αρντάν, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα....

  1. - Βρε βρε βρε καβλώστονααα... Πού χάθηκες;
    - Ε, δουλειές...
    - Κατάλαβα, αραλίκι πάλι.

  2. - Τι έγινε, βρήκες καμιά δουλειά, ή είσαι ακόμα στο αραλίκι;
    - Ποιο αραλίκι ρε φίλε, το κράτος φταίει που είμαι άνεργος...
    - Ναι ναι, το κράτος.

  3. Αραλίκι: Η δημιουργική απραξία
    «Το σαμποτάζ, παλιά εργατική παράδοση, μας επιτρέπει τη μια να ξεκουράσουμε τα νεύρα μας πετυχαίνοντας μια μικρή εκδίκηση και την άλλη να κερδίσουμε λίγο χρόνο περιμένοντας τις επιδιορθώσεις.(...) Στο μέτρο που το σαμποτάρισμα αποτελεί έναν τρόπο αποφυγής της εργασίας έχει το θετικό στοιχείο ότι εξοικονομεί ενέργεια και μας ενθαρρύνει να μη δουλεύουμε πια...»

Μια πάντα επίκαιρη και επαναστατική προσέγγιση στο αραλίκι. Ξεκινάει από τις ώρες και τον τρόπο της δουλειάς μας και φτάνει μέχρι τη θρησκεία και την τέχνη.«
από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία