Φίλτατοι χρήστες και συσσλανγκιστές,

Η Σ.Ο. (=το μοντουλέικο) του σαϊτός θεωρεί ότι πρέπει να εμπλουτίσουμε το σλανγκρ με γραμματική βεβαίως βεβαίως, γιατί αλλιώς στις επόμενες πανελλήνιες που θα γίνουν –αν η οικονομική κρίση και η γουρουνογρίππη δεν έχουν αφανίσει την ελληνική επικράτεια– θα αποτύχουμε παταγωδώς στις εξετάσεις μας.

Τώρα λοιπόν που θα έρθουν οι διακοπές των Χριστουγέννων, είναι ευκαιρία να μελετήσετε. Να μην πάνε χαμένες οι πολύτιμες αυτές μέρες. Άρα, επομένως, συνεπώς, εν άλλοις λόγοις, ήτοι, σας καταθέτουμε με αλφαβητική σειρά τις σλανγκοκαταλήξεις και τα σλανγκοπροθήματα που μαζέψαμε, ώστε:

α. να μας πείτε τι λείπει και να το προσθέσουμε στον κατάλογο

β. άπαξ και ολοκληρωθεί ο κατάλογος, να πει ποιος θέλει να αναλάβει τι (όπως καλή ώρα ο Κχαν στο σχόλιο του λήμματος φελλο- δήλωσε ότι θα ετοιμάσει τα μουνο- και σκατο-).

Έχουμε ήδη κάποιες καταλήξεις και προθήματα που έχουν δημοσιευτεί, επεξεργασμένα, στο σάιτ. Σκοπός μας είναι να δουλευτούν όσα περισσότερα γίνεται.

Αατα και σας ευχαριστούμε πάααρα πολύ, Οι μόδιστροι και οι μοδίστρες (ορισμός 3) του σλανγκρ.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Α' ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ

α- (αρωτήξω, απαλάμη, αχελώνα)
ανθυπο-
αρχι- (αρχιδάμπουρας)
γαμ(ι)ολο- (γαμιολόπουστα, γαμολοτέτοιο)
γαμο-
γκ- αντί για κ- (γκάβλα)
διαολο- (διαολοδιώχτης, διαολοκατάσταση)
θεο- (θεογκόμενο, θεόμουνο)
καβουρο- (καβουρογαμόσαυρος)
καρα- (καρα-lol)
καυλο- ή καβλο (καυλόγκαζο, καυλομαχητό)
κωλο- (κωλοβάρδουλα)
μουνί- (μουνίκακας)
μουνο- (μουνοβοσκός)
μπ- αντί για π- (μπουτσος, μπούστης, ΜΠΑΟΚ)
ξε- (ξεκατινιάζω)
πουστο- (πουστοσέξουαλ)
πουτσο- (πουτσογλέντης)
ρημαδο- (ρημαδοκατάσταση)
σκατί- (σκατίβλαχος, σκατίπουστα, σκατίφλωρος)
σκατο- (σκατομηχανή)
σκυλο- (σκυλοτράγουδο)
τηλε- (τηλεάκυρο)
τραμπακουλο-
τρι- (τριμαλάκας)
φανταρο-
φελλο-
φτωχο- (φτωχομπινές)
χατζη- (χατζηπούτσογλου)
χοντρο- (κυρ.: χοντρολίπαρος, μτφ: χοντρομαλάκας)
ψιλο- (ψιλοκαριολάκος)
ψιλοχοντρο- (ψιλοχοντρομαλάκας)
ψωλο- (ψωλομαζεύτρα, ψωλότσεπη)
ψωρ(ο)- (ψωρογιώργαινα)

Επίσης: καπετάν (συνωνυμο του αρχι-, καπεταν αρχίδας)

Β΄ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ


-άλ (κωλαντεράλ)
-αγας (μπουρμπούραγας)
-άγκουα
-(ι)άδα (Λιλιάδα, λιακοπουλιάδα)
-άδικο (ναμαγαπάδικο)
-αδόρος (αβανταδόρος)
-αι, -ε
-άθρα (κωλάθρα)
-άκιας
-άκλα (αντράκλα)
-ακλάς -(α)κλας (τριπλονούμπακλας, γαμίκλας)
-άλω (μπατάλω)
-αμπλ (-able)
-αμπίλιτι (-ability) (στοκαμπίλιτι, τσιμπουκαμπίλιτι)
-αντάν (μερακλαντάν)
-άντζα (κωλοφεράντζα)
-άουα
-άρα
-άρας, -αράς
-αρία (σνομπαρία)
-αριά (δεκαριά)
-(ι)άρης (γκαυλιάρης)
-αριό (καραπουτσαριό)
-άριος
-αρος (άψαρος), μούναρος)
-άρω (αριβάρω)
-άρω (ταγάρω)
-άς (καρεκλάς)
-ασιόν (ιμιτασιόν)
-άτος -ατίας
-βιόλα (χαζοβιόλα)
-διώχτης (γκομενοδιώχτης)
-ειδές (νταλαροειδές)
-έικο (καουγκέικο)
-έιν (φοσμπέιν, της πουτέιν)
-έισον, -έισιον
-έκα
-έλι (και μπορέλι, μουναρέλι, νταματζέλι)
-ένιος
-έξ (πλουσιέξ)
-έτο (μουνέτο, τασπαέτο)

-ήρι (ακουμπιστήρι)
-ιά
-ιάδα
-ίδης, -όγλου, -όπουλος, χατζη-
-ίδι (γαμίδι, σκατολοΐδι)
-ίδικος (νταηλίδικος)
-ική (ψαχτική, ψειριστική)
-ίκι (πουστριλίκι)
-ίκλα
-ικός (αντιπεθανικό, γονικά)
-ίλα (μουνίλα)
-ινγκ (γόπινγκ)
-ίνη (γραψαρχιδίνη)
-ίνι (αδελφίνι)
-κατάσταση (μπαφοκατάσταση)
-καυλος
-ίτιδα (μπαρκουλίτιδα)
-κλής, -κλού (φεϊσμπουκλού)
-μαγνήτης (μαλακομαγνήτης)
-μαν
-μάνα (βυζομάνα)
-μάνι (μυγομάνι)
-μενιά (χαριτωμενιά)
-μούνα, -γκόμενα
-μούρης (αρχιδομούρης)
-μουτρο (φασιστόμουτρο)
-(ν)τζής
-ο -όβιος, -όβια -όγλου
-όλα (αναβόλα)
-όλα, -όλης, -όλι (μαλακοβιόλα, γαμιόλης, χυσαμόλι)
-όνι (γατόνι)
-όπουλος (απιθανόπουλος)
-(ό)σκυλο (κομματόσκυλο)
-ού (σκατού)
-ουά (ξενερουά)
-ούθκια
-ούκλα (τυχερούκλα)
-ουλας (καραφλοχαίτουλας, τομπαίρνουλας)
-ούλης (μικροαστούλης)
-ούμπα -ουρας (παλαίουρας)
-ούρα (χαμούρα)
-πατέρας (πουστοπατέρας)
-πληκτος (μουνόπληκτος)
-πουστα(ς) (σκατίπουστα)

-στάν
-στερός (γαμιστερός, αλλά όχι, π.χ., γυαλιστερός ή αριστερός) -τέτοιος -τσαρκα (μπαρότσαρκα)
-τσολιάς
-φατσα -φέρνω (πουστοφέρνω)
-ω (ξεπλένω)
(τσάκω)
-ωνε

-j-

Επίσης:
-αρχίδας, -καύλης, -πούτσης και -πουτσος, -τσούτσουνος, -ψώλης

========================

Γ. ΣΥΝΤΑΞΗ, ΚΛΙΣΕΙΣ, ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

α' & β' πρόσωπο ενικού αντί για γ' ενικού ή α' & β' πληθυντικού (ομαδικά σπορ)
αλλαγή προσώπου (γραμματική μορφή)
αντίστροφη αττική σύνταξη
άντριδοι, πούστηδοι, καραγκιόζηδοι
αυτουνούς, αυτούνους, αυτήνοι, αυτήνες, αυτουνού.
γαμιοντουστάντενε
γενική αντί ονομαστικής
Γιάννινο
εμφατικό άρθρο
εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά / κομμέ
ελληνικιά γραμματικιά
εμαγκεψάμην
θα πηδηχτώ από το παράθυρο
κάποιος περισσεύεις
καταφατική απάντηση με επανάληψη της ερώτησης
κορακίστικα
μελλοντικός παρελθόντας
μου (κτητική αντωνυμία αλλά όχι με την καλή έννοια)
μπέκα
να μαζευτούμε να πάτε
ξηρούς καρποί
πάνε
παράλειψη άρθρου
παράλειψη των να και θα
πιάκε
πληθυντικιά
πληθυντικός της απαξιώσεως
προστακτική αντί για απαρέμφατο
πώς σας αρέσει (το τάδε);
συνεχής προστακτική ως στιγμιαία
σχήμα γνωστού αγνώστου
τα είπαμε
τσάκω
φαινόμενο λάινσμαν
χτε, προχτέ, εψέ, εχτέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία