Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σύκα στη ντοπιολαλιά, και στην (πάλαι ποτέ) αγροτική οικονομία της Κύθνου

Το πόσο σημαντικό είναι κάτι για τη ζωή των ανθρώπων μιας περιοχής φαίνεται από το πόσες διαφορετικές λέξεις υπάρχουν για να το περιγράψουν. (Έχω ακούσει ότι υπάρχουν δεκάδες λέξεις για τον πάγο στη γλώσσα των Ινουίτ ή Εσκιμώων, όπως τους έλεγαν παλιότερα. Μου φαίνεται λογικό χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω.)

Η συκιά (ficus carica) καλλιεργείται στην Ελλάδα από τα προϊστορικά χρόνια. Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα. Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. (Από εδώ.)

Στην Κύθνο τα σύκα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής ανθρώπων και ζώων καθώς και ένα από τα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού (μαζί με το κριθάρι, τα αμνοερίφια, το τυρί, τα σταφύλια και το μέλι) μέχρι και τη δεκαετία του '60.

Τα σύκα τα κατανάλωναν (ή τα εξήγαν) νωπά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ή αποξηραμένα τον υπόλοιπο χρόνο.

Η συκιά είναι δέντρο που ευδοκιμεί στο ξηρό και άνυδρο κλίμα της Κύθνου και δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για την ανάπτυξη του δέντρου (πολλές είναι και αυτοφυείς). Ιδιαίτερη φροντίδα απαιτείται για να καρπίσει το δέντρο, επειδή η θηλυκή συκιά είναι δέντρο δίοικο, διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.

Ορνός

Για τη γονιμοποίηση της συκιάς πρέπει να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία της συκιάς οι ορνοί, τα εαρινά σύκα της αρσενικής συκιάς. Από τα σύκα αυτά φεύγουν κάποια ειδικά έντομα (Blastophaga grossorum) τα οποία γονιμοποιούν τα άνθη της συκιάς.

Τον ορνό τον βάζουμε πρωί-πρωί γιατί άμα ζεστάνει η μέρα "ξεπουλιάζει", δηλαδή φεύγουνε τα έντομα πού'ναι μέσα και κάνουνε τη γονιμοποίηση του σύκου. (Από αφήγηση του θείου μου του Λευτέρη που μού'δωσε τις σχετικές πληροφορίες). Η τοποθέτηση των ορνών ή όρνιασμα στην ντοπιολαλιά γινόταν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη και συνήθως είχαν τελειώσει με τ' όρνιασμα (είχαν απορνιαστεί ή 'πορνιαστεί κατά τη ντοπιολαλιά) μέχρι τη γιορτή του Άϊ-Γιάννη στις 24 του μήνα. Γι' αυτό αυτή η γιορτή, που αλλού τη λένε του Κλήδονα, στη Κύθνο τη λένε τ' Αί-Γιάννη του 'Πορνιαστή.

Λίθι

Τα σύκα μόλις πρωτοδέσουνε είναι ίσαμε ένα αμύγδαλο. Αυτά τα λένε λίθια.

Πρηστό

Μόλις μεγαλώσει και γυαλίσει το σύκο, χωρίς όμως νά'ναι έτοιμο να το φάμε, το λέμε πρηστό.

Φουσκομαΐδα

Τα σύκα τα κόβουμε μόλις γίνουνε. Αν τ'αφήσουμε λίγο παραπάνω ανοίγουνε στο πίσω μέρος. Αυτά τα λένε φουσκομαΐδες.

Η λέξη φουσκομαΐδα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για το αιδοίο.

Κουνάλι

Όταν παραγίνουν τα σύκα και αρχίζουν να πέφτουν από τις συκιές λέγονται κουνάλια.

Τα κουνάλια ήταν μια από τις βασικές ζωοτροφές ιδιαίτερα για τους χοίρους.

Τελειώνοντας παραθέτω δυό σχετικά γνωμικά που λέγονται ακόμα από τους παλιούς με σκωπτική διάθεση:

Την ευκή μου και μιά ζίκα και μια συκιά να τρως τα σύκα!

*ζίκα: η κατσίκα

Από μικρός φαινούσουνα πως αγαπάς τα σύκα

θα σου φυτέψω μια συκιά στου κώλου σου τη τρύπα.

.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία