Το σκληρό, ξηρό, μη καταπόσιμο, ανευ σεξουαλικών προεκτάσεων. Προφανής σύνδεση με την «μπριζόλα-σόλα» που δεν μασιέται με τίποτα.
λαιμός σαν παπούτσι: ταλαιπωρημένος φάρυγγας, λάρυγγας από κρυολήγημα, αμυγδαλίτιδες κλπ.
γύρισα σπίτι παπούτσι: τσιγάρο, ποτό και ξενύχτι μαζί, με συνέπεια βραχνάδα και ίσως αφωνία.
- Δεν πίνω ψηλέ γιατι κουμπώνομαι. Μ'έχουν πιάσει οι αμυγδαλές μου και έχω εναν λαιμό παπούτσι.
- Πιες ρε φρούλη λιγη βοντκίτσα και θα στρώσει αμέσως!- Γιατί μιλάς σαν αδερφή ρε, τί έπαθες;
- Έμπλεξα χτες με κάτι τσιμπουκοϋβρίδια από το Περιστέρι και πήγαμε μέχρι τις 5.30 στο Δικαστήριο. Φούλ τσιγάρο, μπόμπα και καυλάντισμα και με τις 3. Παπούτσι γύρισα σπίτι!