Το σκληρό, ξηρό, μη καταπόσιμο, ανευ σεξουαλικών προεκτάσεων. Προφανής σύνδεση με την «μπριζόλα-σόλα» που δεν μασιέται με τίποτα.

  1. λαιμός σαν παπούτσι: ταλαιπωρημένος φάρυγγας, λάρυγγας από κρυολήγημα, αμυγδαλίτιδες κλπ.

  2. γύρισα σπίτι παπούτσι: τσιγάρο, ποτό και ξενύχτι μαζί, με συνέπεια βραχνάδα και ίσως αφωνία.

  1. - Δεν πίνω ψηλέ γιατι κουμπώνομαι. Μ'έχουν πιάσει οι αμυγδαλές μου και έχω εναν λαιμό παπούτσι.
    - Πιες ρε φρούλη λιγη βοντκίτσα και θα στρώσει αμέσως!

  2. - Γιατί μιλάς σαν αδερφή ρε, τί έπαθες;
    - Έμπλεξα χτες με κάτι τσιμπουκοϋβρίδια από το Περιστέρι και πήγαμε μέχρι τις 5.30 στο Δικαστήριο. Φούλ τσιγάρο, μπόμπα και καυλάντισμα και με τις 3. Παπούτσι γύρισα σπίτι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία