Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο των αφροδίσιων νοσημάτων στη ναυτική διάλεκτο. Έγινε διάσημο απ' την Κυρά-Όλγα στις περίφημες πατρινές φάρσες.

(Κυρα Όλγα) - Τα μουνιά σας έχουν πιάσει σκουλαμέντρα! Το δικό μου είναι γαρύφαλλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολλή βρώμα που έχει πιάσει στρώμα (μάκα) και μάλιστα έχει πετρώσει. Υπερθετικός της μπίχλας.

Σφουγγάρισε ρε και μια φορά εδώ μέσα! Σκουλαμέντρα έπιασε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η κατάσταση υπερβολικής βαρεμάρας, η πλήρης έλλειψη ενδιαφέροντος, το συναίσθημα έπειτα από πολλή δουλειά.

Συναντάται συνήθως στην έκφραση «σκατίλα, σκουλαμέντρα και μπαμπάχνα».

Διαβάζω όλη μέρα ρε φίλε, τρελή σκουλαμέντρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία