Ουσιαστικό:

  • ο ψίθυρος, ο ελάχιστος ήχος, η ανεπαίσθητη φωνούλα, μιλιά, λέξη,
  • χαρακτηρισμός κατάστασης (παρ. 1): μόκο, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος για το φλέγον θέμα, κάποιοι κάνουν υποχθόνια ησυχία με σκοπιμότητα να αποκρύψουν γεγονότα, κάνουν το γερμανό και σφυρίζουν αδιάφορα για τον καιρό.

    Επιφώνημα (με εννοούμενο το «μη βγάλεις»):

  • προσταγή απόλυτης ησυχίας: Τσιμουδιά! - Σσσ!!! Σουτ! Σιωπή! Σκασμός! Ούτε κιχ! Άχνα! (παρ. 2)

  • προσταγή τήρησης απόλυτης εχεμύθειας τ. μη διανοηθείς να βγάλεις τσιμουδιά (γιατί κατά τα γνωστά η οικογένεια είναι το πιο σημαντικό πράμα, τα τσιμεντένια παπούτσια δεν είναι όμορφα κ.λπ.).

Παράδειγμα/-τα 1: Τσιμουδιά για τον Κάρατζιτς. Τσιμουδιά από τον Άρη για Γκρασιάν. Τσιμουδιά τα Ελληνικά ΜΜΕ!

(Παράδειγμα 2, εδώ: Μπαμπάς στο παιδάκι του την ώρα του δείπνου:)
-Φάε τη σούπα σου και τσιμουδιά!

Τσιμουδιά δε θα βγάλω, εδώ θα κάτσω και θα σας ακούω, αλήθεια. (από Galadriel, 08/05/10)Τσιμουδιά, αλλιώς οι φωνές στο κεφάλι μου θα πρέπει να αρχίσουν να φωνάζουν. (από Galadriel, 08/05/10)

Σχετικά: σιλάνς, τουμπεκί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία