Το υγρό που βγάζει το μουνί και αντιστοιχεί (τυπικά, τουλάχιστον) στο χύσι του πούτσου. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «χύσι». Χρησιμοποιείται και στον ενικό, «μουνοχύσι», αλλά ο πληθυντικός είναι πολύ πιο συνηθισμένος.

Συνώνυμο: μουνόφτυμα

- Θα μου κάνεις γλειφομούνι, Γιάννη μου;
- Αφού σιχαίνομαι τα μουνοχύσια, το 'χουμε πει εκατό φορές! Θες μήπως ένα μπούτσο;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία