Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει «γαμάω», «τονε φοράω/ακουμπάω/μπήγω/σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 176), λήμμα «γαμίσι» (sic).

Συνώνυμα: άπειρα, με πιο ενδιαφέρον και εξίσου παλαιό το: «κάνω κάνουλα (εις τινά)» (id. 177).

Και που λες, της τράβηξα δυο μανίκια... που έφυγε κουτσαίνοντα(ς)!

...και τρία μανίκια, άμα λάχει (να \'ούμ\') (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)Θα σου τραβήξω δυο μανίκια (από gagman, 11/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία