Μπεμπεδοσλάνγκ/ μαμαδοσλάνγκ για το πουλάκι, το τσουτσουνάκι, το πεουλίνι. Προσοχή σ' αυτές τις μαμάδες, είναι ευάλωτες για οιδιποδοφραπέ!

Ο Χότζας εικάζει τα εξής ως προέλευση: «Παραφθορά του τσουτσούνα ή κουτσούνα = χαϊδευτικά η κουκλίτσα / μαριονέττα (κούκλα τουρκ. kukkla / kukka) ενώ συμφύρεται και η έννοια kucuk = μικρός / κούτσικος αλλά και ιταλ. ciccio (τσίτσο) = μικρός.
Οι Γάλλοι λένε mon cochone = γουρουνάκι μου (χαϊδευτικά) και οι Ιταλοί zozone (τσοτσόνε ή τζοτζόνε) = βρωμύλος».

Θα προσθέταμε ότι η πούτσα συχνά μοιάζει εντυπωσιακά με «κυρία τῆς καλῆς κοινωνίας, ἀρχόντισσα, μὲ τὴν ἀστικὴ ὅμως ἔννοια, τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀστικοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς Εὐρώπης», λόγω χάρης, φινέτσας, μεγαλοπρέπειας, αλλά και κάποιου νεοπλουτισμού, οπότε η παρομοίωση κρίνεται αρκούδως βάσιμη.

  1. Το μέγεθος μετράει; (Διερώτηση σε σάι):

OΠΟΥ ΑΚΟΥΣ ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΚΟΝΑ ΚΡΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟ ΚΑΛΑΘΙ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ!

  1. Από Βλόγιον:
    Τί σημαίνει κοκόνα; Πώς θα καταλάβω ότι είμαι τζούφιος; Πόσο καιρό να παίρνω viagra; Να κάνω σχέση με ψυχίατρο; Είναι μαλάκες οι άντρες;

ωρε, τι φρούτο να\'ν\' αυτή η Κοκώνα? (από MXΣ, 29/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κοκώνακοκόνα σημαίνει πρωτογενῶς κυρία τῆς καλῆς κοινωνίας, ἀρχόντισσα, ἂς ποῦμε, μὲ τὴν ἀστικὴ ὅμως ἔννοια, τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀστικοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς Εὐρώπης, συμπεριλαμβανομένης τῆς Βαλκανικῆς. Τὸ κοντυνότερο ξενικὸ ἀντίστοιχο ποὺ μοῦ ἔρχεται εἶναι τὸ lady, ἀφοῦ μάλιστα τὸ κοκόνα συνοδεύει καλλίτερα τὸ μικρὸ ὄνομα, πχ ἡ κοκόνα Μάρω [τοῦ Ἄρχοντος Βόρνικος Κυρ Πάνου Κωστέσκου (ἀπὸ τὴ Βλαχία, ὄχι τοῦ Κωστέτσου τοῦ μόδιστρου, μὲ τὸ συμπάθειο)], ὅπως ἡ lady Diana (παράδειγμα 1).

Στὴ σύγχρονη νεοελληνικὴ ἐκδοχὴ ἔχει καταστῆ κάτι σὰν χαϊδευτικὴ προσφώνησι, μὲ τάσι νὰ περιπέσῃ σὲ ἀχρηστία (παράδειγμα 2).

Ἐτυμολογικῶς δὲν ἔχω κατορθώσει νὰ πάω σὲ βάθος, πιστεύω ὅμως ὅτι ἀνάγεται στὴ γαλλικὴ λέξι coconne, ἡ ὁποία ὅμως διαφοροποιεῖται ἐννοιολογικῶς παρὰ τοῖς Φραγκογαλάταις: «Personne stupide qu'on affectionne malgré tout»· κάτι σχεδὸν ἀντίστοιχο τοῦ ἡμετέρου ὅρου γλάστρα, κόττα κλπ, μὲ περισσότερη ὅμως συμπάθεια.

Ὑποκοριστικὸν τὸ κοκονίτσα. Συνθετικὰ τοῦ τύπου *κοκονομοῦνα δὲν ἔχω ἐντοπίσει. Πᾶσα προσφορὰ δεκτή.

  1. Συστήνεται η ίδια η κοκονίτσα η Mαρώ: «Πολίτισσα την καταγωγή, το γένος ευγενικιά εν μέρει και πληβεία εν μέρει». «Eίναι μια πολύ ελληνική φύτρα», λέει η M. Λυμπεροπούλου. Ἀπὸ ἐδῶ.

  2. Σώπα κοκώνα μου, μὴν κλαῖς, θὰ σοῦ πάρω ἐγὼ ἄλλη κούκλα.

  3. Ἐπίσης ἐδῶ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία