Το κωλόχαρτο με την κυριολεκτική σημασία του, αυτή του χαρτιού υγείας (άκου... «υγείας»). Προέρχεται από το πάτος (κώλος) και χαρτί.

Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. και τον ορισμό του Προφήτη, εξαιρώντας όμως την εξής έννοια: «Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.)».

Στην μη σλανγκική διάλεκτο, πατόχαρτο λέγεται το γυαλόχαρτο αντοχής για τρίψιμο ντουβαριών.

Πού πας ρε Καραμήτρο με το πατόχαρτο στην εξάρτυση;
— Έχω περίπολο και φάγαμε χτες κάτι γκοτζίλες... Καταλαβαίνεις.

ο μίτος της Αριάδνης (από perkins, 29/05/10)

Ακόμη: σκατόχαρτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία