Πρόσωπο χαμηλοτάτης νοητικής (ή άλλης τινός) υποστάθμης, τιποτένιος, του πεταματού κατά προτίμηση στα μπάζα, εξ ου και το λήμμα. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε γένος αρσενικό, στερείται πληθυντικού αριθμού και κλίνεται κατά το μαλάκας, μπάμιας κλπ.

- Άκουσα από τον Θανάση ότι θα μας κόψουνε λέει το επίδομα σκαλίσματος μύτης...
- Μην τον πιστεύεις ρε τον τύπο... είναι τελείως γιαταμπάζας.,. σιγά μη μας κόψουνε και επίδομα αφόδευσης και καλής λειτουργίας του εντέρου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία