Είναι συνθετικό του «λινάτσα» και πούστης. Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο στην προφορά, έγινε «λιτσανόπουστα». (σύνηθες στην ελληνική (όπως πχ το «πάστα φρόλα» έγινε «πάστα φλόρα»).

Σημαίνει άτομο ιδιαζόντως ανάξιο.

Έλα μωρή παλιολινάτσα, λιτσανόπουστα, άμα έχεις έντερα έλα, έλα να δούμε ποιος είναι ο άντρας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία