Αυτός που μπροστά στην ευχαρίστησή του δε βάζει τίποτα άλλο. Κατά συνέπεια αυτός που δεν μπορείς να εμπιστευτείς, που δεν μπορείς να στηριχτείς πάνω του κτλ.

'Ερχεται και σαν συνοδευτικό του «πούστης» για να επιτείνει ακόμα περισσότερο τον ήδη προσβλητικό χαρακτηρισμό.

Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει θετική χρήση της λέξης ενώ παραλλάγές της όπως παλιοξεκωλιάρης, (το πάλιο-) ξεκώλι, (ο παλιο-) ξεκώλης επιδιώκουν το ίδιο ακριβώς εννοιολογικό αποτέλεσμα.

- Είναι πούστης ο Βρασίδας;
- Πούστης, ξεκωλιάρης...
- Δηλαδή, τον παίρνει..
- Ναι ρε, ξεκώλι...
- Δηλαδή, τον έχεις δει;
- Τι θε ρε, με τον Βρασίδα; Μπας κι είσαι και συ κάνα παλιοξεκώλι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός/αυτή που του/της έχει βγει ο κώλος (από τι άραγε). Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άτομο που δεν έχει τσίπα.

- Πήγα στην εφορεία και ήταν εκεί μια ξεκωλιάρα φόλα που έβαφε τα νύχια της και μας είχε να περιμένουμε είκοσι άτομα ουρά... Ούτε που την ένοιαζε που βλέπαμε τι κάνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία