Όρoς που χρησιμοποιούν οι στρατιώτες μεταξύ τους για να εκφράσουν πλήρη και προκλητική αποχή κάποιου από κάποια υπηρεσία ή διαταγή. Η υπερβολικά μη προβλεπομένη εκτέλεση των στρατιωτικών καθηκόντων σε βαθμό που προκαλεί τον θαυμασμό.

Αυτοί οι ΚΨΜιτζήδες δεν βγαίνουνε πια ούτε για περίπολο... το έχουν λήξει τελείως από κώλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία