Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία