Συνήθως σε πληθυντικό («μαύρα»). Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

  1. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιντζέι.

  2. Αυτόν τον καιρό ακούω πολλά μαύρα.

Δηλαδή μουσική των μαύρων, βλ. και μαυρίλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται επίσης σε στρατιωτική μονάδα όπου είναι αυξημένη η πειθαρχία.

Άσε, δικέ μου, θα βάλω κάνα βύσμα γιατί εδώ η μονάδα είναι μαύρη... Δεν την παλεύω κάστανο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χόρτο, μπάφος, γάρο, ρο, φοσμπά, γενικώς ή το χασίς ή το τσιγαριλίκι.

  1. - Ρε συ τί λέει, θα πιούμε κάνα μαύρο;

  2. - Θα στρίψεις κάνα μαύρο να το σκάσουμε;

(από Khan, 12/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία