Ξεθεώνω, εξουθενώνω, εξαντλώ κάποιον, κυρίως στο σεξ, με ευχάριστο (;), αναπάντεχο, αλλά πάντα κουραστικό τρόπο (παράδειγμα 1).

Προέρχεται από το όνομα «Κατίνα», λαϊκό χαϊδευτικό του «Κατερίνα», όνομα που κατέληξε να περιγράφει γυναίκες που έχουν όπλο τους το κουτσομπολιό και διαβατήριο για την προώθησή τους στην κοινωνία το εντυπωσιακό γαμήσι.

Ο όρος έχει και γενικότερη χρήση, με την έννοια της κακομεταχείρισης (παράδειγμα 2)

  1. - Πώς ήταν χθες; - Άσε, με ξεκατίνιασε, είμαι κομμάτια...
    - Είναι που δεν ήθελες, μαλάκα.

  2. Χθες τσακώθηκα με τον γέρο μου γιατί μου ξεκατίνιασε πάλι το αυτοκίνητο προσπαθώντας να το βγάλει από το γκαράζ.

βλ. και ξεκατινιάζομαι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία