Κάποιος που ντύνεται πολύ βαριά με επάλληλες στρώσεις ρούχων και δίνει την εντύπωση φουσκωμένου σαλαμιού.

- Καλώς τον μπάρμπα-χειμώνα! Γιατί είσαι σαλάμι με τέτοια λιακάδα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ουσιαστικό ουδέτερου γένους που υποδηλώνει κάποιον που, ενώ ζει μονίμως στην απόλυτη άγνοια, έχει την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί μια συσσωρευμένη πηγή γνώσεων τις οποίες, πιστεύει βαθύτατα πως, πρέπει να μεταδίδει με κάθε ευκαιρία.

Επίσης, αυτός του οποίου η συμπεριφορά και τα λεγόμενα προκαλούν την απαξίωση και το περιφρονητικό γέλιο των γύρω του, εκτός κι αν το ακροατήριό του αποτελείται από ομοίους του.

- Πού τον βρήκαμε αυτόν χθες ρε; Τι ήταν αυτά που μας έλεγε;
- Άσε, ήταν σαλάμι από τα λίγα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εναλλακτική ονομασία για τη μολότοφ. Όπως και το γνωστό αλλαντικό ετυμολογείται από την ιταλική λέξη sale που σημαίνει αλάτι.

-Πήγε ο μπάτσος να πατήσει τους διαδηλωτές με τη μηχανή και του ήρθε ένα σαλάμι κατακέφαλα!

από το παράδειγμα αλογάκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε