Έσκασε η εφαρμογή: «Σκάσιμο» του κώδικα εφαρμογής στην πληροφορική. Συνοδεύεται απο ακαταλαβίστικο μηνυμα (σχεδόν πάντα). Φόβος και τρόμος των developers, μόνη λύση ο debugger.

-Ρε ψηλέ γιατί σκάει η function όταν βάζω τιμή στο company_code;
-Πού να ξέρω, άνοιξε τον γαμωdebugger του κωλοSAP να δούμε.

abap (από northwind, 08/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην έκφραση «θα σου σκάσω μια», έχει τη σημασία «θα σου κοπανήσω μια», «θα σου παίξω μια».

Απειλή κατά ατόμου. Πρόκειται για σφαλιάρα ή χαστούκι. Το «σκάω» λέγεται διότι το χαστούκι συνοδεύεται και από τον ιδιαίτερο ήχο του, σαν να σκάει κάτι.

Μπορεί να είναι όμως και μπουνιά ή γροθιά.

Θα σου σκάσω ένα χαστούκι... και θα δεις τον ουρανό σφοντύλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλώνει την εμφάνιση ενός προσώπου σ' έναν χώρο. Το ρήμα χρησιμοποιείται όταν η εμφάνιση έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ή την διαδέχτηκαν αξιοσημείωτα γεγονότα. Απαντάται συνήθως στο γ' ενικό πρόσωπο και συντάσσεται συχνά με το ουσιαστικό μύτη.

  1. Έχουμε αράξει που λες, και σκάει ο Γιώργος με τη Ducati... Λιώσανε τα γκομενάκια, κρίμα το ψήσιμο που ρίχναμε...

  2. Θα τρώγαμε πολύ ξύλο αν δεν έσκαγε μύτη ο Νίκος που τους ήξερε και μας ξελάσπωσε!

σκάει ένας παλαιστίνιος σ\' ένα μπαρ... (από jesus, 18/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
  2. Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
  3. Πλήττω, βαριέμαι.
  4. Ανυπομονώ.
  5. Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
  6. Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.

1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)

1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.

  1. Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.

  2. Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;

  3. Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...

  4. Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;

  5. Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...

(από Galadriel, 18/05/14)

Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανάβω μπάφο. Μεταβατικό ρήμα, συχνά με αντικείμενο την προσωπική αντωνυμία "το".

  • Έλα σκάσ' το τόση ώρα και χαρμάνιασα!

  • Πού 'σαι ρε μαν; Καιρό έχουμε να τα πούμε. Πότε θα περάσεις καμιά φορά να σκάσουμε κανα τρίφυλλο;

  • -Μάγκες έστριψα δύο ποιος θέλει να σκάσει το δεύτερο; -Μάρλεϋ

Σκάσιμο 1 Σκάσιμο 2

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία