Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.

Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.

Συνων. αλοιφή.

Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Επίσης λιώμα, τύφλα, χώμα, σκνίπα κλπ.

- Χτες στο πάρτυ του Ανδρέα γίναμε λιάδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία