Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).
Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.
Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).
Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Προφανώς η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (σβερκωμένος) είναι ακόμα πιο γενική, όπως έχει ειπωθεί σε περιπτώσεις ξυλοδαρμού...
-Ρε κάτι βλαμμένα πειράζουν τον αδελφό σου, για έλα....
-(Μεγάλος Αδελφός:) Άμα τα σβερκώσω τα μαλακιστήρια θα σου πω εγώ μετά...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Μεθάω, γίνομαι ντίρλα. Πιο συνηθισμένα έχω σβερκώσει.
- Αρχίσαμε τα κεράσματα στο μπαράκι και μετά από 6-7 ποτά είχα σβερκώσει τελείως! Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα κι είδα το φως στο ταβάνι! Ξαναέκατσα αμέσως!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!