Κλασσική έκφραση, που υποδηλώνει άρνηση αποδοχής προσφοράς τινός.

Δηλαδή, γίνεται μια πρόταση προς κάποιον, η οποία όμως είναι ουσιαστικά δυσμενής γι’ αυτόν, γεγονός το οποίον είτε δεν γνωρίζει ο προτείνας (καλόπιστος), είτε το γνωρίζει (κουφάλα).

Έτσι, αναλόγως της έντασης του άχθους που συνεπάγεται η πρόταση για τον αποδέκτη, η σημασία της έκφρασης κυμαίνεται μεταξύ των «άσε καλύτερα» και «δε σφάξανε».

Προέρχεται από στερεότυπη ματαίωση παραγγελίας στα παλιά καφενεία:

Π.χ. ο πελάτης είχε παραγγείλει έναν βαρύγλυκο (ή τσοκ-σεκερλή), του έτυχε μια δουλειά και πρέπει να φύγει βιαστικά, ή άργησε το γκαρσόνι να τον φέρει. ή ήρθε ένας φίλος και είπε να το γυρίσει σε ούζο λόγω προκεχωρημένης ώρας κλπ-κλπ, οπότε φώναζε στο γκαρσόνι «να μένει ο βαρύγλυκος!» ή «ρέστος ο βαρύγλυκος!», το οποίο με την σειρά του το φώναζε σχεδόν ταυτόχρονα στον ταμπή, προκειμένου να προλάβει να διακόψει την προετοιμασία του καφέ.

Το ίδιο γίνονταν και με τα γλυκά του κουταλιού που σερβίριζαν στα καφενεία (νερατζάκι, κυδώνι, τριαντάφυλλο κλπ), εξ ού και η πασίγνωστη ατάκα του εκλιπόντος ιστορικού αρχηγού της Αριστεράς «να μένει το βύσσινο»...

  1. (Ο καλόπιστος):

- Να πω τη Μαρία να φέρει την Εύη το βράδυ, να γίνει καμιά κατάσταση;
- Να μένει!
- Γιατί ρε, τί έχει το κορίτσι;
- Τα’ χε τρια χρόνια μ’ έναν φίλο μου και του’ πρηξε τα ούμπαλα, αυτό έχει...

  1. (Ο πονηράκιας):

- Έρχεσαι ρε να σε πάρω γραμματέα στις εκλογές;
- Πόσα θα πάρω;
- Εκατό φράγκα!
- Και πού θα πάμε;
- Προσοτσάνη Δράμας...
- Και με τί θα πάμε;
- Με το ΚΤΕΛ, εκδρομούλα...
- Να μένει φίλος! - Γιατί ρε, λίγα σου πέφτουνε; Κι ύστερα σου λέει κρίση...
- Να μου φύγει εμένανε το σοβατεπί Κυριακάτικα στο γράψε-σβήσε και να τραβηχτώ στου διαόλου το ξεσταύρι 3 μέρες για 100 ευρά; Πιο πολλά θα βάλω απ’ την τσέπη μου. Να πας εσύ που θα τα κονομήσεις στα γεμάτα. Εμένα άσε με να κόψω τούφες σπίτι μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία