Η προσβολή, η δημόσια (ή και prive') βλάβη, ή, ακόμα, και η απόπειρα πρόκλησης βλάβης της τιμής και υπόληψης δι' έργων, λόγων ή παραλείψεων.

Σαν έκφραση της αίσθησης απαξίωσης, διαβαθμίζεται ως κατώτερη της προσβόλας που αποτελεί την κορωνίδα της προσβολής.

- Α, όλα κι όλα, δεν είμαι απ αυτούς που σηκώνουν το πρόσβολο. Θα καθαρίσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια στρογγυλή (ωοειδής) πέτρα, συχνά βότσαλο, που την έβαζαν στα κοτέτσια, για να συνηθίσουν οι κότες στο κλώσημα, χωρίς να σπάσουν το κανονικό αυγό, ή όταν τους το είχαν πάρει.

Συνεκδοχικά κάτι μικρό στρογγυλό και σκληρό (δηλ. ό,τι έχει τις ιδιότητες του πρόσβολου).

Πιθανώς ίδια ρίζα ή και έννοια με το πρέσβελο.

  1. Στο Animal Planet έδειξε ένα φίδι που μπήκε στο κοτέτσι κι έφαγε το πρόσβολο.

  2. Σφιγγόμουν μιάν ώρα κι έβγαλα ένα πρόσβολο.

  3. Σαν πρόσβολα μου γινήκαν απ' το κρύο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία