Παρατηρώ κάτι με κρυφό ενδιαφέρον, δήθεν φευγαλέα, με συγκεκαλυμμένη έντονη κτητική διάθεση και επιθυμία, είτε για πράγμα είτε για πρόσωπο.

Επίσης και επιθυμώ σφόδρα, γουστάρω ν' αποκτήσω, ψήνομαι να.

Από το βλέφαρο του ματιού.

Συνώνυμα: κοζάρω μπανιζοκοζαρίζω, μπανιζοκοζάρω, μπανίζω, ζαχαρώνω, κοιτάω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Επίσης «ρίχνω βλέφαρο», που σημαίνει επίσης παρατηρώ, κοιτάζω, πλην όμως ελάχιστα ως προς τη χρονική διάρκεια και ενδιαφέρον και ως βάρος, αγγαρεία.

  1. Εκείνη: - Λάκη κάτσε φρόνιμα, σε είδα πως τη βλεφάριαζες όλο το βράδυ τη γκόμενα.

  2. Πριν την επίσκεψη στο WC: - Βάλε στην τσέπη το κινητό σου, γιατί ο τύπος στη γωνία το βλεφαριάζει άσχημα.

  3. Ο γκατζετάκιας: - Βλεφαριάζω από μέρες το καινούργιο iphone, θα πάω αύριο στο Πλαίσιο να το αγοράσω.

  4. Προς τον συνοικιακό γόητα: - Έλα βρε Μηνά, μην είσαι τόσο ακατάδεκτος, ρίξε και σε μας κάνα βλέφαρο.

  5. Ο αιώνιος: - Αύριο αρχίζει η εξεταστική, πα να ρίξω κάνα βλέφαρο στην αντοχή υλικών.

ΔΥΟ ΤΕΧΝΗΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ (από iwn, 01/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία