Ως ουσιαστικό, κατά κανόνα αρσενικό, «ο σκοτώνω» σημαίνει τον τύπο, που είναι ο απίστευτα γαμάουας, γαμάω και δέρνω, σκοτώνω και δεν πληρώνω. Ή που θεωρεί τον εαυτό του ως τέτοιο (βλ. γαμαωδέρνουλας).

Συνέβαλε στην καθιέρωση του όρου ο Χάρρυ Κλυνν με την ατάκα του ήρωά του, λαϊκού τραγουδιστή Διγενή Αντύπα. (βλ. παράδειγμα).

-Λίγο είναι, εκεί πού 'σουν με τον κάθε φίτσουλα/χλιμίτζουρα, ξαφνικά να σου τύχει ο σκοτώνω;

Δες και ο γαμάω. Ακόμη: άμεση ουσιαστικοποίηση ρήματος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία