Η τρέλα, αλλά και ο τρελός.

Από το ιταλιάνικο saltare, απ' όπου και το ρήμα σαλτάρω ή σαλτέρνω (βλ. εδώ ή εδώ).

  1. Έχει πέσει πολλή σάλτα τελευταία, ο κόσμος δεν πάει καλά.

  2. Το άτομο είναι τελείως σάλτα.

Δες και .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία