Η τρελή. Ακόμα καλύτερα: η τρελαμένη. Συνώνυμα: τρελοκαμπέρω, τρελοκομείο, τρελόμετρο.

Μόνο στο θηλυκό. Κι αυτό επειδή χαρακτηρίζει αποκλειστικά την γυναικεία σάλτα, αυτή την μοναδική ψυχοπάθεια που δεν είναι και για το τρελάδικο, δεν είναι εγκληματική ή παθολογική, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων αιώνων σε συνδυασμό με γυναικείους παράγοντες όπως κλιμακτήριος, ατεκνία, αγαμία και τα τοιαύτα. Η τρελόγκα δεν θα σου κάνει (εμφανώς πως) κακό, αλλά θα σε ταλαιπωρήσει αφάνταστα. Είναι γραφική, δηλαδή.

Λέγεται όμως και όταν χαριτολογούμε με κάποια φίλη η οποία μας είναι τόσο συμπαθής που και η μαλακία της ακόμα έχει πλάκα και μας διασκεδάζει (λέμε τώρα).

  1. Έχω μπλέξει στη δουλειά, μου κοτσάρανε μια καινούργια προϊσταμένη, μεγάλη τρελόγκα, δεν βγάζεις άκρη.

  2. Ηρέμησε μωρή τρελόγκα, μας κοιτάνε όλοι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε