Έχω ψήσει, προθερμάνει, προετοιμάσει, ζεστάνει, προλειάνει, διεγείρει, γκαυλώσει κάποιο άτομο, συνήθως προς ερωτική συνεύρεση.

Στο φοιτητικό κυλικείο :
- Και που λες, έχουμε ακούσει τη μουσικούλα μας, ήπιαμε και το ουισκάκι μας και πάνω που την έχω φέρει στο μάλιστα, τσαφ, ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει μέσα ο συγκάτοικος με τους γονείς του που ήρθαν να τον δουν απ το χωριό.
- Πω πω ξενέρα μεγάλη, δικέ μου.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ, Ο ΜΠΑΡΚΟΥΛΗΣ. (από iwn, 12/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία