Είδα τις άλλες εκδοχές τις έκφρασης, ωστόσο η πλέον χαρακτηριστική χρήση είναι, στη μορφή «δίνει πόνο», με την έννοια του «γαμάει και δέρνει

- Γαμάτο το καινούριο τραγουδάκι που ακούσαμε στο ράδιο χθες. Και παρόλο που δεν πολυγουστάρω τα κλαμπάδικα, αυτό φίλε δίνει πόνο!

- Τι λέει ρε ο τυπάς; Δίνει πόνο, μιλάμε! Χώνει ρίμες εδώ και μισή ώρα, αστείρευτος!

Η Μαρία Ηλιάκη δίνει πόνο (από Khan, 17/04/12)

Σχετικό: δώσε πόνο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολύ βασική έκφραση, που έχει ατελώς καταγραφεί στα καθ' ημάς ως δώσε πόνο!, δηλ. ως φιξαρισμένη προστακτική.

Δίνω πόνο σημαίνει ξεδίνω, ανακουφίζομαι, πετάω απο πάνω μου αυτά που με βαραίνουν / τα ντέρτια μου / τους καημούς μου, ξεχαρμανιάζω, ξενταλκαδιάζω.

Ο πόνος δίνεται, δηλ. διοχετεύεται σε ένα εξωτερικό αντικείμενο / χώρο / κατάσταση: τσιγάρο, ποτό, γήπεδο (για φανατίλες οπαδιστές), πίστα ή δρόμο (για καυλόγκαζους μηχανόβιους ή αυτοκινητάκηδες) και έτσι φεύγει από πάνω μου και αποφορτίζομαι. Και κάπως έτσι, μέσω της αποφόρτισης, το δίνω πόνο κατέληξε μέσες άκρες να σημαίνει γουστάρω, φχαριστιέμαι, ηδονίjομαι, περνάω καλά.

Για να δώσεις όμως πόνο, πρέπει και να έχεις. Εδώ πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για την τάση του Έλληνα να κλαίγεται και να εμφανίζει τον εαυτό του ως θύμα της άδικης κενωνίας / των κυκλωμάτων που τον έφαγαν / της χ καριόλας που τον παράτησε. Η γνωστή αυτολύπηση με ναρκισσιστικά στοιχεία.

- Καλά ρε μαλάκα, καπνίζεις 4 πακέτα τσιγάρα τη μέρα; Τι καταλαβαίνεις ήθελα να 'ξερα...
- Δίνω πόνο ρε φίλε... Αλλά τι να νιώσεις εσύ, όλα τα προβλήματά σου λυμένα τα 'χεις...

(από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία