Πρόθημα που (α) δηλώνει ότι το αντικείμενο σχετίζεται με τον φαντάρο, (β) προσδίδει την έννοια του πρόσκαιρου αλλά και του ελαφρού σε ό,τι χαρακτηρίζει.

Όταν είσαι φαντάρος (διορθώστε με) συνάπτεις ως επί το πλείστον σχέσεις για τη σχέση, προσωρινές παρέες για να σουλατσάρεις στα πέριξ ή για να την παλέψεις γενικά εκεί μέσα. Επίσης κάνεις δουλειές που, όσο και να απαιτείται από τους γαλονάδες να είναι άψογες, παρόλ' αυτά γίνονται και στο πόδι ή είναι δουλειές για να γίνουν, έτσι, για να απασχοληθεί ο φαντάρος. Και λοιπά.

Έχουμε λοιπόν

  • φανταροκουβέντες (που δεν φτάνουν σε βάθος, είναι χαβαλές)
  • φανταροδουλειές (αγγαρείες, δουλειές του κώλου)
  • φανταροπαρέες (παρέες των περιστάσεων, οι οποίες δεν έχουν δέσιμο)

κλπ.

Η φανταρογκόμενα είναι μεν άλλο πράμα έτσι όπως το εννοώ, αλλά θα μπορούσε και να είναι μια επιφανειακή σχεσούλα, έτσι, για τα νεφρά.

- Πώς περάσατε;
- Νταξ, μωρέ, φανταροκουβέντες, τίποτα σπουδαίο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία