Αυτής της οποίας δεν θέλουμε να προφέρουμε καν το όνομα, είτε γιατί δεν θέλουμε πια να την ξέρουμε, ή γιατί είναι γενικώς ανάξια λόγου, ή γιατί δεν μας ενδιαφέρει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης συζήτησης.

Στριμενιά μεταξύ γυναικών, κυρίως.

Το αρσενικό («απαυτούλης» ή «απαυτός») χρησιμοποιείται σπανιότερα. Εκτός αν έχει την έννοια που περιγράφεται στον ξεχωριστό ορισμό απαυτούλης.

Από το ρ. απαυτώνω.

Συνώνυμο: η πώς τηνα λένε / ο πώς τονε λένε, η λεγάμενο /-ος, η σκατούλα, η Κυρία.
Το ουδέτερο (απαυτό) είναι σα να λέμε γαμίδι κττ.

  1. Όσο τα λέει η γυναίκα, βγαίνει μια απαυτούλα και λέει για το χαλάζι που έριξε στην Πελοπόννησο και έκαψε τα πορτοκάλια κι όταν τελειώσει η απαυτούλα, βγαίνει ένας απαυτός και λέει κάτι άσχετο περίπου σαν της απαυτούλας, εν τω μεταξύ το μανάρι έχει ξεχάσει πως ήδη έχει ιντερβιουβάρει την καλεσμένη και την ξαναπλησιάζει...

  2. Κι ύστερα γυρνάς σπίτι και μπαίνοντας στην πολυκατοικία βλέπεις την κυρά-απαυτούλα που μόλις βγαίνει από την άλλη κυρά-απαυτούλα που είχε πάει να της πει τον καφέ, το τσάι ούτε που ξέρω. Και σκέφτεσαι «που ζω ρε συ;»...

  3. Όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος, εθελοτυφλεί και δε θέλει να πιστέψει τα προφανή. Ε σε μια τέτοια κατάσταση είναι και ο Φώτης φαντάζομαι. Όσο για το ότι βγαίνει και από πάνω η απαυτούλα, όλες και όλοι έτσι κάνουν, σαν άμυνα για να κρύψουν τα καμώματά τους. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση...

  4. Ο απαυτούλης είχε μια εκπομπή στο θρυλικό κανάλι 67 όπου όποιος τον έπαιρνε τηλέφωνο του έκανε πλάκα.

  5. Σήμερα έκανα την πρώτη αλλαγή από τότε που αγόρασα το αυτοκίνητο, έβαλα για πρώτη φορα τα p zero rosso ... απ ότι μου είπε ο απαυτουλης εκεί θα είναι ok για αρκετά km...

Από το νέτι όλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία