1. Κυριολεκτικῶς, εἰς τὴν καλιαρντήν, σημαίνει πουστρόνι ποὺ τὸ παίζει καὶ καλὰ ἐπιβήτωρ, χωρὶς νὰ πείθῃ. Πῶς λέμε πουστόμαγκας, καμμία σχέσι...

Συναφὲς τὸ ρῆμα «δαντελιάζω φιόγκο», δηλαδὴ τὸ κάνω μὲ κίναιδο ποὺ μοῦ τὸ ἔπαιζε «ἀπ'τοὺς ἀπὸ πάνω».

  1. Δευτερευόντως, ἐπίσης εἰς τὴν καλιαρντήν, μπορεῖ νὰ ἐννοῇ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔπαιξε ἐπιτυχῶς ὡς πουστρόνι, τελικῶς ὅμως τοὺς καβάλησε ὅλους.

Σημείωσις: Χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ ἐκφράσεις στερεοτυπικές, οἱ ὁποῖες ἀπέχουν, ὅπως ἔχουμε πεῖ ἀλλοῦ, ἀπὸ τὴν σεξουαλικὴ πραγματικότητα τῶν κιναίδων.

  1. Εἰς τὴν καθομιλουμένη ἔχει καταντήσει νὰ χρησιμοποιῆται ἀντὶ τοῦ φλῶρος, παληοφλωροῦ, μὲ ἐπιτατικὸν τὸ σύνθετο τζιτζιφιόγκος· αὐτὸς ὅμως ἔχει καὶ δική του, ἰδιαιτέρα δυναμική ὡς λέξι, ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἁπλὸ φιόγκο.

Μεταξὺ κιναίδων: - Μωρὴ Γεωργία ποιό τεκνὸ βουέλεις κατετζόρνα;
- Τὸ Μανωλιὸ τὸ πλενομπελέ, ποὺ ἀβέλει μποὺτ πακέ.
- Ἀχούύύύ! Τί ἀθοριτομπενάβεις μωρὴ τζασλή; Τοῦ ἄβελα κοντιερὴ γιὰ νὰ φασωθοῦμε στῆς Μπέτης τῆς χοντρῆς καὶ μᾶς βγῆκε φιόγκος!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία