Έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι, συρρικνώνομαι απ' τον πόνο, από την ταλαιπωρία, από αρρώστια, από εξασθένηση, από κακουχία, από γηρατειά κλπ.

Από το τούρκικο kat (πτυχή).

Συνώνυμη έκφραση: διπλώνομαι στα δύο απ' τον πόνο.

  1. Έφαγε μια μπουνιά στη κοιλιά κι έγινε δυο κάτια.

  2. Δε με βλέπεις πως γέρασα, έγινα δυο κάτια τώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία